- ιδρωτήριο(ν)
- το парная (в бане)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδρωτήριο — το (Α ἱδρωτήριον) [ιδρώω] θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών νεοελλ. μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας … Dictionary of Greek